Κυριακή 14 Φεβρουαρίου 2021

βασικά δόγματα Προτεσταντισμού και Αντιμεταρρύθμιση

Βασικά δόγματα του Προτεσταντισμού (οι πέντε αρχές):

Solus Christus: Μόνο ο Χριστός.

Οι Προτεστάντες χαρακτηρίζουν τα δόγματα της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας σχετικά με τον Πάπα ως εκπρόσωπο του Χριστού επί της γης, την αρχή των αγαθών έργων, και την ιδέα για "αξιομισθίες αγίων" οι οποίες αποθηκεύονται και οι πιστοί μπορούν να επωφεληθούν από αυτές, ως άρνηση του ότι ο Χριστός είναι ο μόνος μεσολαβητής μεταξύ Θεού και ανθρώπων.

Sola scriptura: Μόνο η Γραφή.

Οι Προτεστάντες δέχονται ως μόνη αυθεντία την Αγία Γραφή, ταυτίζοντάς την με την Αποκάλυψη του Θεού. Πιστεύουν ότι οι διδασκαλίες της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας (και κατ' επέκταση της Ορθόδοξης) συσκοτίζουν τις διδασκαλίες της Αγίας Γραφής μπερδεύοντάς τις με την εκκλησιαστική ιστορία και δόγματα που προέκυψαν στη συνέχεια.

Sola fide: Μόνο η πίστη.

Οι Προτεστάντες πιστεύουν ότι η πίστη στον Χριστό μονάχα είναι αρκετή για την αιώνια σωτηρία, σε αντίθεση με τους Καθολικούς που θεωρούν ότι η πίστη χωρίς έργα είναι νεκρή, και θεωρούν ότι η διάπραξη καλών έργων επιβεβαιώνει την πίστη στον Χριστό και τη διδασκαλία Του.

Sola gratia: Μόνο η Χάρη.

Η Ρωμαιοκαθολική πίστη για τα μέσα της σωτηρίας θεωρείται από τους Προτεστάντες ως μείγμα εμπιστοσύνης στη Χάρη του Θεού και πεποίθηση στα οφέλη των καλών έργων που κάνει με αγάπη ο άνθρωπος από μόνος του. Οι Μεταρρυθμιστές πήραν τη θέση ότι η σωτηρία εξαρτάται αποκλειστικά από τα δώρα του Θεού, τα οποία διανέμει το Άγιο Πνεύμα σύμφωνα με το απολυτρωτικό έργο του Ιησού Χριστού.

Soli Deo gloria: Δόξα μόνο στο Θεό.

Η δόξα οφείλεται αποκλειστικά στο Θεό, αφού η σωτηρία οφείλεται αποκλειστικά στο δικό Του θέλημα και δράση - όχι μόνο στο δώρο της εξιλαστήριας θυσίας του Χριστού στο σταυρό, αλλά επίσης στο δώρο της πίστης σ' αυτή την εξιλέωση, η οποία δημιουργείται στην καρδιά του Χριστού από το Άγιο Πνεύμα. Οι μεταρρυθμιστές πίστευαν ότι τα ανθρώπινα όντα, οι Πάπες, ακόμα και οι άγιοι, δεν αξίζουν τη δόξα που τους αποδίδεται.

Άλλα βασικά δόγματα του Προτεσταντισμού είναι τα εξής:

  • Η Αγία Γραφή μπορεί να ερμηνεύεται κατά συνείδηση.
  • Η ιεροσύνη δεν είναι ιδιαίτερο μυστήριο, αλλά κάθε Χριστιανός είναι ιερέας.
  • Ο γάμος είναι θεμιτός για τους λειτουργούς της εκκλησίας (πράγμα που ήδη ίσχυε από τα αρχαία χρόνια στην Ορθόδοξη Εκκλησία αλλά όχι στη Ρωμαιοκαθολική).
  • Η Θεία Λειτουργία πρέπει να γίνεται, όχι στη λατινική γλώσσα, αλλά στις τοπικές, κατανοητές για τον απλό κόσμο, γλώσσες. (Άρνηση του καθολικού δόγματος για τις "τρεις ιερές γλώσσες". Η θέση αυτή συμπίπτει με τη θέση της Ορθόδοξης Εκκλησίας).
  • Τα μοναδικά μυστήρια που είναι πραγματικά και ολοκληρωμένα είναι το Βάπτισμα και η Θεία Ευχαριστία.

Η Καθολική αρχή (που είναι κοινή με της Ορθόδοξης Εκκλησίας) δίδασκε την υπεροχή της Εκκλησίας επί της Γραφής, καθώς η Καινή Διαθήκη γράφτηκε για να υπηρετεί την Εκκλησία, η οποία κατά το 2ο μ.Χ. αιώνα, αποδέχτηκε ορισμένα κείμενα της Γραφής και απέρριψε άλλα καθώς συνέτασσε τον Κανόνας της Αγίας Γραφής. Σύμφωνα όμως με την κοινή παράδοση του Έρασμου και του Λούθηρου η Εκκλησία δεν είναι αλάθητη, ενώ πρέπει να είναι διάκονος του λόγου του Θεού, ο οποίος ταυτίζεται με την Αγία Γραφή και θεωρείται ότι υπήρξε πριν από την Εκκλησία και είναι το θεμέλιο της.

Έτσι, ο Λούθηρος με τον Ιωάννη Καλβίνο κήρυξαν ότι η ανθρωπότητα είναι αμαρτωλή και διεφθαρμένη και το χάσμα μεταξύ ανθρώπου και Θεού είναι πολύ μεγάλο για να υπερνικηθεί από ανθρώπινα έργα. Μόνο ο Θεός μπορεί να σώσει τον ενώ ούτε και ο πιο χαρισματικός δεν αξίζει μία θέση μεταξύ των εκλεκτών.»

Η αντίδραση της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας μετά την επικράτηση της Μεταρρύθμισης

Τα μέτρα που πήρε η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία για να αντιμετωπίσει τη Μεταρρύθμιση ονομάζονται Αντιμεταρρύθμιση. To κυριότερο από αυτά ήταν η σύγκληση της Συνόδου του Τριδέντο (Τρέντο της Βόρειας Ιταλίας). Oι εργασίες της έλαβαν χώρα σε τρεις περιόδους από το 1545 ως το 1563 μ.Χ. Με αυτή τη Σύνοδο προβλήθηκε η ρωμαιοκαθολική διδασκαλία σε αντιδιαστολή με την προτεσταντική και η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία αναγνώρισε ως δόγματα πολλές μέχρι τότε θεολογικές απόψεις. Ως απάντηση στους Προτεστάντες που απέρριψαν την Ιερή Παράδοση, τονίστηκε το ισόκυρο της Αγίας Γραφής και της Ιερής Παράδοσης. Η Σύνοδος επιβεβαίωσε ότι ο Πάπας συγκεντρώνει κάθε εξουσία και αυθεντία και ότι όλοι οι πιστοί τού οφείλουν υποταγή. Δέχτηκε το καθαρτήριο πυρ και τον αποκλεισμό των λαϊκών από το ποτήριο της Θείας Ευχαριστίας. Όρισε να δίνουν άφεση αμαρτιών μόνο οι κληρικοί, επιβάλλοντας ποινές, και επισημοποίησε τη χρήση των αγαλμάτων, εκτός από τις εικόνες μέσα στους ναούς.

Η Ιερά Εξέταση: Παράλληλα, επιχειρήθηκε η καταστολή των μεταρρυθμιστικών ιδεών με την αναδιοργάνωση της Ιεράς Εξέτασης, ενός μεσαιωνικού θεσμού που είχε πέσει σε αχρηστία. Οι ιεροεξεταστές, προκειμένου να κάμψουν το φρόνημα των μεταρρυθμιστών ή αιρετικών, κατά την άποψη της Καθολικής Εκκλησίας, μετέρχονταν κάθε μέσο, συμπεριλαμβανομένων παντός είδους βασανιστηρίων και της καύσης πάνω στην πυρά

Η λογοκρισία: Επειδή στη διάδοση των μεταρρυθμιστικών ιδεών η συμβολή του βιβλίου ήταν αποφασιστική, η Καθολική Εκκλησία ίδρυσε στη Ρώμη ένα Συμβούλιο Λογοκρισίας, με έργο να συντάσσει κατά διαστήματα έναν κατάλογο απαγορευμένων βιβλίων (Index Librorum Prohibitorum), όχι μόνο θεολογικών αλλά και φιλολογικών ή επιστημονικών, που κατά την άποψη της Εκκλησίας περιείχαν αιρετικές θέσεις.

 

Πέμπτη 4 Φεβρουαρίου 2021

πίστη και επιστήμη

 

Ο 

Ο 


    Ο Άγιος Λουκάς, πρωτοπόρος χειρουργός και καθηγητής ιατρικής στη Σοβιετική Ένωση, διευκρίνισε ξεκάθαρα τις σχέσεις επιστήμης και πίστης. Αυτά τα δύο αποτελούν δύο διαφορετικούς «χώρους» της ανθρώπινης δραστηριότητας, που σκοπό έχουν να φωτίσουν το μυστήριο του κόσμου και της ζωής. Ο Άγιος Λουκάς, σπουδαίος επιστήμονας του 20ου αιώνα, θεωρούσε, σύμφωνα άλλωστε με την ορθόδοξη θεολογία, ότι πίστη και επιστήμη ούτε αλληλοαποκλείονται, ούτε πρέπει να εισχωρεί η μία στον τόπο της άλλης. Η κάθε μία χρησιμοποιεί τη μέθοδο και τα εργαλεία της για το δικό της επιστητό αποκλειστικά και μόνο. Καμία σύγκρουση μεταξύ πίστης και επιστήμης δεν μπορεί να προκύψει αλλά και να δικαιολογηθεί, όταν αυτές εργάζονται στα όρια τους.

Η επιστήμη λοιπόν έχει σκοπό να γνωρίσει τον υλικό κόσμο που περιβάλλει τον άνθρωπο. Από την άλλη, η πίστη προσεγγίζει τα μεγάλα υπαρξιακά ερωτήματα του ανθρώπου. Η πρώτη ανακαλύπτει τον τρόπο της δημιουργίας απαντώντας στο ερώτημα πώς είναι φτιαγμένος ο κόσμος, η δεύτερη αποκαλύπτει το νόημα της δημιουργίας απαντώντας ποιος και γιατί δημιούργησε τον κόσμο. Έτσι φωτίζονται και οι δύο διαστάσεις της ανθρώπινης ύπαρξης και του κόσμου (πνευματική και υλική) χωρίς ούτε να υπερτιμάται, ούτε να υποτιμάται καμία. Παράδειγμα: Το λουλούδι που χαρίζει κάποιος σε ένα αγαπημένο πρόσωπο αποτελεί ταυτόχρονα τόσο αντικείμενο επιστημονικής μελέτης, όσο και αντικείμενο το οποίο εκφράζει και συνοψίζει το νόημα μιας σχέσης. Στα κύτταρα και τους ιστούς του λουλουδιού ποτέ δεν θα ανιχνευθεί η αγάπη που περικλείει ως δώρο. Όργανο της πρώτης προσέγγισης είναι οι επιστημονικές μέθοδοι, όργανο της δεύτερης η καρδιά, με την έννοια του βάθους της ανθρώπινης ύπαρξης.

Η συνηθισμένη συζήτηση για το ποια αφήγηση της δημιουργίας του ανθρώπου -θεωρία της εξέλιξης ή η θεολογική- είναι η μόνη αληθής, σύμφωνα με τα παραπάνω αποτελεί ένα ψευδοδίλημμα για δύο λόγους. Πρώτον, επειδή η θεωρία της εξέλιξης εξηγεί τους μηχανισμούς (το πώς) της δημιουργίας, ενώ η δεύτερη έχει διαφορετικό σκοπό, δηλαδή να νοηματοδοτήσει, να προτείνει προοπτική στην πρώτη (ποιος/γιατί). Δεύτερον, διότι, και οι δύο προσεγγίσεις, με διαφορετική γλώσσα και για διαφορετικό σκοπό, τονίζουν την εξάρτηση και τον δεσμό του ανθρώπου με τον υλικό κόσμο (ο άνθρωπος είναι δημιουργημένος «από χώμα»). Έτσι ακούγεται πολύ φυσική η διαπίστωση του Μ. Βασιλείου, μόλις τον 4ο μ.Χ. αιώνα, ότι «δεν μειώνεται ο θαυμασμός μας για τα έργα του Θεού, αν βρεθεί ο τρόπος με τον οποίο έγινε κάποιο από τα θαυμαστά αυτά έργα».