γλώσσα
Χάρη στις κατακτήσεις του Μ. Αλεξάνδρου, τη
δημιουργία των ελληνιστικών βασιλείων και τη διασπορά των κέντρων του
ελληνισμού στα βάθη της Ασίας, η κοινή ελληνιστική γλώσσα έγινε το κοινό γλωσσικό όργανο ολόκληρης της
τότε οικουμένης. Μιλώντας για ελληνιστική
κοινή ή αλεξανδρινή κοινή ή απλά κοινή εννοούμε τη γραπτή και
κυρίως προφορική γλώσσα όλων των Ελλήνων από τον θάνατο του Μ. Αλεξάνδρου (323
π.Χ.) έως τη μεταφορά της πρωτεύουσας του ρωμαϊκού κράτους στην
Κωνσταντινούπολη (330 μ.Χ.) ή, σύμφωνα με άλλους, έως την εποχή του
Ιουστινιανού (6ος αι.).
Η απέραντη Ανατολή γνώρισε τη χριστιανική
θρησκεία μέσω της κυρίαρχης ελληνικής γλώσσας. Το ίδιο συνέβη και στη Δύση.
Άλλωστε, τα ίδια τα κείμενα της Αγίας Γραφής είναι κατά βάση ελληνιστικά
κείμενα, στα οποία βέβαια έχουν εισχωρήσει σημιτικά χαρακτηριστικά. Η ανάγκη
υπεράσπισης της νέας θρησκείας έναντι των λογίων εθνικών, έργο που είχαν
αναλάβει οι Απολογητές, οδήγησε στη χρήση μιας γλώσσας υψηλότερης με φιλοσοφική
επιχειρηματολογία προκειμένου να πεισθούν οι μορφωμένοι. Αυτή ήταν η κλασική
αττικίζουσα. Στη διάρκεια του 4ου και 5ου αι. την κοινή
και ανεπιτήδευτη ελληνιστική γλώσσα διαδέχεται ένας εμφανής αττικισμός που
επιχειρεί να προσδώσει στον χριστιανικό λόγο την αίγλη του αρχαίου ελληνικού.
Επίσης, τα διάφορα θεολογικά ζητήματα που προκύπτουν αυτή την εποχή οδηγούν στη
δημιουργία ενός υψηλού θεολογικού λόγου. Συμπερασματικά, η ελληνική χριστιανική
γραμματεία χρησιμοποίησε τόσο την δημώδη ελληνιστική όσο και την αττικίζουσα
γλώσσα με την ίδια άνεση και ευκολία.
ζωγραφική
Η περιοχή του Φαγιούμ είναι μια
κοιλάδα πλούσια σε βλάστηση, 60 χιλ. νότια του Καΐρου, στη δυτική όχθη του
Νείλου. Εκεί βρέθηκε μεγάλος αριθμός έγχρωμων πορτρέτων, όπως και σε άλλες
περιοχές της Αιγύπτου, αλλά η περιοχή του Φαγιούμ έδωσε το όνομά της σε όλα.
Πρόκειται για νεκρικά πορτρέτα, που τα περισσότερα είναι ζωγραφισμένα εκ του
φυσικού, όταν βρισκόταν στη ζωή και μάλιστα αφού προηγουμένως έκανε τη σχετική
προετοιμασία (χτενίσματα, κόμμωση, κοσμήματα, ένδυση) για να στηθεί μπροστά στον
ζωγράφο και να αποθανατιστεί στην καλύτερή του ώρα. (Μερικά είναι ζωγραφισμένα
μετά θάνατο, κατά τη διάρκεια της ταρίχευσης, η οποία κρατούσε 70 μέρες).
Φρόντιζαν το πορτρέτο τους να γίνει όσο ήταν σε νεαρή κυρίως ηλικία, στη
συνέχεια έμπαινε σε κάδρο και στόλιζε κάποιο δωμάτιο του σπιτιού τους. Όταν
πέθαιναν, κατά τη φάση της ταρίχευσης, το τοποθετούσαν στο ύψος του προσώπου
της μούμιας.
Τα πορτρέτα του Φαγιούμ καλύπτουν το χρονικό
διάστημα των τριών πρώτων μεταχριστιανικών αιώνων, είναι μικρών διαστάσεων
(περίπου 0,30 Χ 0,20 εκ.) και ζωγραφίζονταν πάνω σε ξύλινες επιφάνειες ή σε
λινό ύφασμα.
Η ειδοποιός διαφορά ανάμεσα στα πορτρέτα του
Φαγιούμ και στις κηρόχυτες εικόνες του Σινά είναι ότι τα πρώτα χρησιμοποιούν
μοντέλο, ενώ οι εικόνες ακολουθούν την παράδοση και διαμορφώνουν την τυπολογία
που θα σεβαστούν όλοι οι καλλιτέχνες στους μετέπειτα αιώνες. Η εικόνα, ως
λατρευτικό αντικείμενο, είναι καλλιτεχνικό προϊόν προσευχής, υπηρετεί τη
λατρεία, εκφράζει την πίστη και ερμηνεύει το δόγμα.
Αξιομνημόνευτη είναι η απάντηση του Ευσεβίου
Καισαρείας στον Καρπιανό, όταν ο τελευταίος τον ρώτησε "πώς και με ποια
θέματα πρέπει να διακοσμήσει ένα ναό”. Ο Ευσέβιος του απάντησε πως η εντοίχια
διακόσμηση των χριστιανικών δογμάτων πρέπει να είναι έτσι ώστε ο πιστός να
μπορεί να την διαβάζει και να διδάσκεται από αυτή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου